- συρφετωδῶς
- συρφετώδηςpromiscuousadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συρφετώδης — ες / συρφετώδης, ῶδες, ΝΜΑ [συρφετός] αυτός που μοιάζει με συρφετό ή ο σχετικός με συρφετό μσν. αρχ. 1. ανάμικτος 2. μτφ. χυδαίος, πρόστυχος αρχ. ο χωρίς αξία, τιποτένιος. επίρρ... συρφετωδῶς Α 1. με ανάμικτο τρόπο 2. βλακωδώς … Dictionary of Greek